Είναι υπαρκτός για την Ελλάδα ο εξ Ανατολών κίνδυνος;

Είναι υπαρκτός για την Ελλάδα ο εξ Ανατολών κίνδυνος;

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Δημοκρατική” της Ρόδου, 14/12/2008

Υπάρχει μια αλήθεια εξίσου κυνική και προφανής η οποία σπανίως συζητείται. Η ευμάρεια και η ανάπτυξη της νοτιοανατολικής Ευρώπης μπορεί να αποκτήσει φρενήρεις ρυθμούς μόνο αν μειώσουν σημαντικά τα εμπόδια στις μεταξύ τους οικονομικές σχέσεις στην κατεύθυνση διευκόλυνσης συναλλαγών, επενδύσεων και μετακινήσεων ανθρώπινου δυναμικού. Από μια τέτοια προοπτική έχουν όλοι να κερδίσουν. Όχι το ίδιο αλλά πάντως θα κερδίσουν.

Ποια είναι η κατάσταση σήμερα;

Μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας η οικονομική συνεργασία σύντομα θα λάβει ρυθμούς καταιγιστικούς και νέος πλούτος θα δημιουργηθεί και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Ανάλογη πορεία θα ακολουθήσουν και οι σχέσεις με την Ρουμανία. Δυστυχώς η Αλβανία, η Σερβία και τα Σκόπια για διαφορετικούς λόγους θα παραμείνουν εκτός για λιγότερο ή περισσότερο χρόνο. Τελικά όμως θα μπουν σ’ αυτό το παιχνίδι γιατί κοινή στρατηγική τους απόφαση είναι η ένταξη στην Ε.Ε.

Υπάρχει μόνο μια χώρα η οποία δεν προτίθεται να μπει παρά μόνο αν έχει εξασφαλίσει ότι θα κυριαρχήσει. Με αμιγώς οικονομικούς όρους δεν έχει τέτοια δυνατότητα. Στις τσέπες τους έχουν την τουρκική λίρα ενώ η Ελλάδα έχει το ευρώ. Αντιλαμβάνονται επίσης ότι μια τέτοια προοπτική συνεργασίας διασφαλίζει την ειρήνη, αυξάνει τον πλούτο και λειτουργεί αποτρεπτικά σε κάθε απόπειρα αναδιανομής ισχύος στην περιοχή με τη χρήση βίας.

Συγχρόνως στο εσωτερικό της, η Τουρκία έχει να αντιμετωπίσει το Κουρδικό ζήτημα, τους Αλεβίτες, τους συντηρητικούς μουσουλμάνους και φυσικά, τεράστια κοινωνικά προβλήματα όπως η πρωτοφανής μετακίνηση του πληθυσμού της από τις αγροτικές περιοχές σε 3-4 πόλεις αλλά και υψηλούς ρυθμούς γεννητικότητας που εντοπίζονται σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες με ειδικά κοινωνικοοικονομικά αλλά και εθνικά χαρακτηριστικά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όπως υπάρχει ένα «βαθύ κράτος» ακριβώς έτσι υπάρχει και ένα «βαθύ Ισλάμ». Ένα Ισλάμ που απορρίπτει και τον Ερντογάν ως «κοσμικό», διαθέτει ευρύτατο δίκτυο επιρροής και δεν αποδέχεται τις εκλογές ως διαδικασία κατάκτησης της εξουσίας.

Ο Ερντογάν ξεκίνησε αυτοπαρουσιαζόμενος ως υπερασπιστής εκείνων που δεν είχαν φωνή, εκείνων που αναζητούσαν ένα κράτος δικαίου μέσω της ευρωπαϊκής ένταξης. Τελικά ενεπλάκη σε ένα παιχνίδι διαρκών συμβιβασμών με το στρατιωτικό, δικαστικό και διπλωματικό κεμαλικό κατεστημένο που αργά αλλά σταθερά τον οδηγεί στην απονομιμοποίησή του ακριβώς στα μάτια εκείνων που ήταν η ελπίδα τους.

Η Τουρκία είναι μια κατακερματισμένη κοινωνία, ένα έθνος σε διαρκή αναζήτηση ταυτότητας που δεν μπορεί να κλείσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν του (πχ αρμενική γενοκτονία), ένα κράτος που για να υπάρχει πρέπει να καταπιέζει, να συνθλίβει τους πολίτες του και μια οικονομία που διατηρείται στη ζωή μόνο χάρη στη διαρκή παρέμβαση του ΔΝΤ και των ΗΠΑ.

Την ίδια στιγμή η τουρκική ελίτ εξακολουθεί να ονειρεύεται το οθωμανικό παρελθόν. Η μόνη χώρα που μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην αναβίωση του «Μεγάλου Τούρκου» όπως οι ίδιοι αυτάρεσκα αυτοπροσδιορίζονται, είναι η Ελλάδα.

Η Τουρκία δεν είναι ούτε ο γίγαντας που προσποιείται ότι είναι ούτε φυσικά ένας χάρτινος πύργος που θα πέσει με το πρώτο αεράκι. Είναι όμως η μοναδική πραγματική γεωστρατηγική απειλή που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Για δυο λόγους. Πρώτον γιατί αντιμετωπίζει τεράστια εσωτερικά προβλήματα που μπορεί να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες. Πχ ένας εμφύλιος πόλεμος θα σήμαινε ότι εκατομμύρια πρόσφυγες θα αναζητούσαν καταφύγιο στην Ελλάδα. Δεύτερον γιατί επέστρεψε στην οθωμανική λογική που επιδιώκει την ευμάρεια όχι μέσω της οικονομικής ανάπτυξης αλλά της απόσπασης πλούτου με τη βία.

Η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει την πολιτική ένταξης σε ισχυρές συμμαχίες, να επιταχύνει την οικονομική της ανάπτυξη, να εμβαθύνει το δημοκρατικό της πολίτευμα και να πείσει ότι ξέρει να δίνει σε όλους ευκαιρίες να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν θα έχουμε ποτέ την δυνατότητα να επενδύσουμε τα απαραίτητα χρήματα που χρειάζονται για να διαθέτουμε ισχυρές ένοπλες δυνάμεις αλλά και δεν θα έχουμε το αναγκαίο ποιοτικό προβάδισμα απέναντι στην αναμφισβήτητη ποσοτική ανωτερότητα της Τουρκίας.

Share